Το Stranger Things υπήρξε από την πρώτη στιγμή κάτι πολύ παραπάνω από ένα νοσταλγικό παιχνίδι με τη δεκαετία του ’80. Δεν αναπαρήγαγε απλώς εικόνες και αναφορές, αλλά έδειχνε να συνομιλεί ουσιαστικά με το πνεύμα εκείνης της εποχής. Οι Duffer Brothers κατάφεραν να φτιάξουν ένα έργο που θα μπορούσε να είχε υπογράψει ο Spielberg ή ο Cameron, όχι ως αντιγραφή αλλά ως σύγχρονη προέκταση του βλέμματός τους.
Στο Volume 2 της πέμπτης σεζόν όμως, η σειρά αλλάζει πορεία. Κρατά υπερβολικά την ανάσα της και εγκλωβίζεται σε έναν ρυθμό που, αντί να χτίζει ένταση, τη διαλύει. Όχι από έλλειψη έμπνευσης, αλλά επειδή φοβάται να χάσει τον έλεγχο. Η αφήγηση γεμίζει με σκηνές που εξηγούν ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα, με χαρακτήρες που περιγράφουν λεπτομερώς τα σχέδιά τους, χωρίς αυτά να προχωρούν ουσιαστικά. Εκεί όπου παλιότερα υπήρχε αμεσότητα και ρίσκο, τώρα κυριαρχεί μια αίσθηση αναβολής, μια προσμονή που δεν εκτονώνεται ποτέ.
Η παύση πριν το τέλος του Stranger Things
Το μεγαλύτερο παράπονο απέναντι στο νέο κύκλο δεν είναι η αργή ροή, αλλά η έλλειψη αφηγηματικής ανάσας. Οι δημιουργοί στήνουν τις σκηνές γύρω από πίνακες και χάρτες, σαν ένα τεράστιο επεξηγηματικό βίντεο που εξηγεί τι είναι το Upside Down και πώς οι ήρωες μπορούν να νικήσουν τον Vecna. Αυτή η διαδικασία ανήκει ανέκαθεν στο DNA της σειράς. Το Stranger Things λάτρευε πάντα την ερασιτεχνική «επιστημονική μέθοδο» των ηρώων του. Όμως εδώ η επανάληψη καταντά εξουθενωτική. Κάθε εξήγηση φρενάρει τη ροή και κάθε συναισθηματική στιγμή επαναλαμβάνει όσα έχουμε ήδη ακούσει.
Παρ’ όλα αυτά, η σειρά κρατά καρδιά, μνήμη και συνέπεια. Οι χαρακτήρες ζούνε αληθινά, τα βλέμματά τους κουβαλάνε μια δεκαετία τηλεοπτικής ωρίμανσης και το συναίσθημα, όσο κι αν επανέρχεται, δεν προδίδει την ειλικρίνειά του. Ίσως το Stranger Things να χρειάζεται αυτή την επιβράδυνση για να αποχαιρετήσει με αξιοπρέπεια ό,τι έχτισε. Δεν υπάρχει πια η αγωνία να εντυπωσιάσει, υπάρχει μόνο η ανάγκη να δικαιώσει τη διαδρομή του.
Το μεγάλο φινάλε, που θα έρθει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, θα κρίνει αν το ταξίδι καταλήγει σε κάθαρση ή σε κόπωση. Μέχρι τότε, το Stranger Things παραμένει ένα έργο που –ακόμη κι όταν χάνει τη φόρμα του– διατηρεί την ψυχή του, και αυτό, στην εποχή των εύκολων συγκινήσεων, είναι από μόνο του σπάνιο.
